μελίσσειος

μελίσσειος
μελίσσειος, -εία, -ον, ουδ. και μελίσσιον (ΑM, Μ και μελίσσι[ο]ν)
το ουδ. ως ουσ. τὸ μελίσσ(ε)ιον
1. σμήνος μελισσών
2. κυψέλη μελισσών
αρχ.
αυτός που παρασκευάζεται από τις μέλισσες («οἱ δὲ ἀπέδωκαν αὐτῷ ἰχθύος ὀπτοῡ μέρος καὶ ἀπὸ μελισσείου κηρίου», ΚΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλισσα + κατάλ. -ειος (πρβλ. ελάφ-ειος, κύκν-ειος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μελίσσειον — μελίσσειος honey masc acc sg μελίσσειος honey neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελισσείοις — μελίσσειος honey masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελισσείου — μελίσσειος honey masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελιττείων — μελισσείων , μελίσσειος honey fem gen pl μελισσείων , μελίσσειος honey masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέλισσα — Κοινή ονομασία υμενοπτέρων εντόμων της υπεροικογένειας apοidea, στην οποία περιλαμβάνονται συνολικά 19 οικογένειες με 3.000 περίπου είδη. Όλες οι μ. στηρίζονται στη γύρη ως μοναδική πηγή πρωτεϊνών και στο νέκταρ ως πηγή ενέργειας. Για τον λόγο… …   Dictionary of Greek

  • μελίττεια — μελίσσεια , μελίσσειος honey neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”